- εκλεξιμότητα
- [-ης (-ητος)] η право быть избранным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκλεξιμότητα — η η ιδιότητα τού εκλέξιμου … Dictionary of Greek
εκλεξιμότητα — η το να είναι κανείς εκλέξιμος (βλ. λ.), η εκλογιμότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκλογιμότητα — η η εκλεξιμότητα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)